μισέλληνας

μισέλληνας
ο
αυτός που αισθάνεται μίσος για τους Έλληνες, ο εχθρός ή ο διώκτης των Ελλήνων: Ορισμένοι ξένοι διπλωμάτες είναι μισέλληνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μισέλληνας — ο και η (Α μισέλλην) αυτός που μισεί την Ελλάδα, τους Έλληνες ή ό,τι έχει σχέση με τους Έλληνες, εχθρός τών Ελλήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Ἕλλην] …   Dictionary of Greek

  • μισελληνισμός — ο το να είναι κανείς μισέλληνας, η εχθρότητα και το μίσος εναντίον των Ελλήνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”